ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΒΛΕΦΑΡΩΝ
ΠΤΩΣΗ ΒΛΕΦΑΡΩΝ
Πτώση είναι ο ιατρικός όρος για την περίπτωση που η θέση του άνω βλεφάρου είναι χαμηλότερη από το φυσιολογικό. Αυτή η χαμηλότερη θέση του ορίου του άνω βλεφάρου μπορεί να προκαλέσει μείωση του οπτικού πεδίου, στην περίπτωση που «κλείνει» μερικώς ή πλήρως την κόρη του οφθαλμού. Οι ασθενείς με πτώση έχουν, συχνά, δυσκολία στο να κρατήσουν τα μάτια τους ανοικτά. Ως αντιστάθμισμα, πολύ συχνά σηκώνουν τα φρύδια τους, σε μια προσπάθεια να ανασηκώσουν τα βλέφαρα. Σε βαριές περιπτώσεις, τα άτομα με πτώση ίσως χρειαστεί να ανεβάσουν τα βλέφαρα με τα χέρια τους, για να μπορούν να βλέπουν. Τα παιδιά με πτώση μπορεί να αναπτύξουν αμβλυωπία (τεμπέλικο μάτι) ή καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, από την περιορισμένη όραση.
Τι προκαλεί την πτώση βλεφάρων;
Υπάρχουν πολλά αίτια της πτώσης, που περιλαμβάνουν το σχετιζόμενο με την ηλικία (γεροντικό) αδυνάτισμα του μυ ή της απονεύρωσης του μυ, τη συγγενή αδυναμία του μυ, το τραύμα ή και, κάποιες φορές, μία νευρολογικής φύσεως νόσο. Καθώς μεγαλώνουμε, ο τένοντας (απονεύρωση) που κρατάει τον ανελκτήρα μυ του βλεφάρου, ο οποίος είναι ο κύριος μυς που μπορεί να ανασηκώσει το άνω βλέφαρο, μπορεί να επιμηκυνθεί σταδιακά και να είναι το αίτιο της πτώσης του άνω βλεφάρου. Αυτή είναι και η πιο συχνή αιτία της πτώσης.
Μπορεί να διορθωθεί η πτώση βλεφάρων;
Η πτώση μπορεί να διορθωθεί χειρουργικά και, συνήθως, επιτυγχάνεται χάριν της βράχυνσης του ανελκτήρα μυ, με σκοπό να ανέβει η θέση του άνω βλεφάρου. Σε πολύ σοβαρή πτώση, όταν ο ανελκτήρας μυς είναι υπερβολικά αδύναμος, τότε προσδένεται μέσω ενός «νήματος» στους μυς του μετώπου και, έτσι, μεταφέρεται η κίνησή τους στο βλέφαρο, όταν ο ασθενής ανασηκώνει το μέτωπο.
ΕΚΤΡΟΠΙΟ ΒΛΕΦΑΡΩΝ
Εκτρόπιο είναι η πάθηση κατά την οποία το κάτω βλέφαρο στρέφεται προς τα έξω.
Τι προκαλεί το εκτρόπιο βλεφάρων;
Το συχνότερο αίτιο του εκτροπίου είναι η οριζόντια χαλάρωση του δέρματος του κάτω βλεφάρου, που εμφανίζεται με την αύξηση της ηλικίας. Επίσης, αίτια του εκτροπίου είναι τραυματισμοί, χημικά ή θερμικά εγκαύματα και όγκοι του δέρματος των βλεφάρων.
Λόγω του ότι στο εκτρόπιο το βλέφαρο δεν κλείνει σωστά, ο ασθενής παραπονείται για δακρύρροια, αίσθηση ξένου σώματος, βλεννώδεις εκκρίσεις και επηρεασμένη όραση.
Μπορεί να διορθωθεί το εκτρόπιο βλεφάρων;
Το εκτρόπιο μπορεί να διορθωθεί χειρουργικά, με τοπική αναισθησία και συνήθως επιτυγχάνεται με αποκατάσταση της θέσης του κάτω βλεφάρου.
ΕΝΤΡΟΠΙΟ ΒΛΕΦΑΡΩΝ
Εντρόπιο καλείται η πάθηση στην οποία το κάτω βλέφαρο (σπάνια και το άνω) στρέφεται προς τα έσω. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τρίβονται οι βλεφαρίδες στην επιφάνεια του βολβού (τριχίαση), προκαλώντας έντονο ερεθισμό και πόνο στο μάτι. Ειδικότερα, από την τριβή των βλεφαρίδων στον κερατοειδή μπορεί να προκληθούν άσχημες καταστάσεις, όπως απόπτωση του επιθηλίου του κερατοειδούς, έλκη και μόνιμες θολερότητες στον ιστό αυτό.
Τι προκαλεί το εντρόπιο βλεφάρων;
Το συχνότερο αίτιο του εντροπίου είναι η χαλάρωση του δέρματος και, γενικότερα, των ιστών των βλεφάρων, που επέρχεται με την αύξηση της ηλικίας. Πιο σπάνια αίτια είναι φλεγμονώδεις παθήσεις των βλεννογόνων, που μπορεί να οδηγήσουν σε ουλοποίηση των ιστών (ουλώδες εντρόπιο) και στο σπαστικό εντρόπιο.
Μπορεί να διορθωθούν το εντρόπιο / η τριχίαση βλεφάρων;
Το εντρόπιο μπορεί να διορθωθεί χειρουργικά, με τοπική αναισθησία και συνήθως επιτυγχάνεται με αποκατάσταση της θέσης του κάτω βλεφάρου. Επίσης, η θεραπεία της τριχίασης μπορεί να γίνει με διάφορες μεθόδους, όπως διαθερμία, κρυοπηξία, ηλεκτρόλυση ή χειρουργικό διαχωρισμό και αφαίρεση του προσθίου πετάλου του βλεφάρου, που φέρει τις βλεφαρίδες.
ΠΑΡΕΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΝΕΥΡΟΥ
Η πάρεση του προσωπικού νεύρου έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία σύσπασης των μυών του προσώπου που νευρώνονται από το σύστοιχο νεύρο. Ο πάσχων δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τους μυς στο μέτωπο, γύρω από τα μάτια, στο μάγουλο και γύρω από το στόμα. Η πάρεση συνήθως είναι ιδιοπαθής (δεν ανευρίσκεται η αιτία) ή μπορεί να είναι μετά από κάποιο κρύωμα (μεταλοιμώδης). Πολύ σπάνια, μπορεί να οφείλεται σε κάποιον όγκο που πιέζει το νεύρο στην πορεία του ή σε τραυματισμό του νεύρου.
Τι προκαλεί στα μάτια η πάρεση του προσωπικού νεύρου;
Λόγω της αδυναμίας του σφιγκτήρα μυ των βλεφάρων να λειτουργήσει, το κλείσιμο των βλεφάρων είναι σχεδόν αδύνατο. Έτσι, παρατηρείται ότι η βλεφαρική σχισμή είναι πάντα ανοικτή και ο κίνδυνος είναι τεράστιος για το βολβό, ο οποίος δεν προστατεύεται σωστά από τα βλέφαρα και αφυδατώνεται συνεχώς. Ο κερατοειδής είναι συνεχώς εκτεθειμένος, με κίνδυνο να υποστεί κερατίτιδα και έλκος, με μόνιμες αλλοιώσεις στον οπτικό άξονα και έκπτωση της όρασης.
Πού στοχεύει η θεραπεία στην πάρεση του προσωπικού νεύρου;
Η θεραπεία στοχεύει στην προστασία του βολβού από τη συνεχή έκθεσή του, ούτως ώστε να μην αφυδατώνεται η επιφάνειά του. Συνεχής χρήση τεχνητών δακρύων κατά τη διάρκεια της ημέρας και κλείσιμο των βλεφάρων με επίδεσμο/αυτοκόλλητη ταινία κατά τον ύπνο είναι τα πρώτα μέτρα που λαμβάνονται. Σε βαριές περιπτώσεις, όπου η λειτουργία του νεύρου δεν αποκαθίσταται, η θεραπεία είναι χειρουργική και μπορεί να συνδυάζει: ένθεση βαριδίου χρυσού στο άνω βλέφαρο, χειρουργική αποκατάσταση του κάτω βλεφάρου, κανθοπλαστική ή ταρσοραφή.
ΟΓΚΟΙ ΒΛΕΦΑΡΩΝ
Υπάρχει μία πληθώρα καταστάσεων κατά τις οποίες παρατηρούνται διάφορα μορφώματα (όγκοι) στην επιφάνεια των βλεφάρων, που μπορεί να ανήκουν στις καλοήθεις αλλοιώσεις του δέρματος (θηλώματα -γνωστά και ως μυρμηγκιές, χαλάζιο, κριθή, ξανθελάσματα) ή να ανήκουν στις κακοήθεις αλλοιώσεις του δέρματος (βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, καρκίνωμα των σμηγματογόνων αδένων, μελάνωμα). Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι απαραίτητη και αναγκαία η εκτομή του όγκου, με ταυτόχρονη βιοψία του, που θα μας οδηγήσει και στη σωστή διάγνωση και, ενδεχομένως, σε επιπλέον θεραπεία (χημειο-ακτινοθεραπεία, όρια όγκου ελεύθερα καρκινικής διήθησης).
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Υπάρχουν περιπτώσεις που το έλλειμμα του δέρματος των βλεφάρων είναι εκτεταμένο, συνήθως λόγω εκτομής ενός μορφώματος (καρκίνου) ή λόγω τραυματισμού. Σε αυτά τα περιστατικά χρειάζεται να διενεργηθούν πιο σύνθετες επεμβάσεις χειρουργικής αποκατάστασης, στις οποίες είναι αναγκαίο να μεταφερθεί δέρμα από γειτονικές περιοχές (δερματικοί κρημνοί) ή από απομακρυσμένες περιοχές (μεταμόσχευση δέρματος), για να καλύψουν το έλλειμμα. Σε κάποιες πιο περίπλοκες περιπτώσεις, η χειρουργική αποκατάσταση μπορεί να χρειαστεί περισσότερες από μια επεμβάσεις για να ολοκληρωθεί (σταδιακή αποκατάσταση).